- λιλιπούτειος
- -α -ο1. πολύ μικρός στο σώμα ή στις διαστάσεις2. μτφ. μηδαμινός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. lilliputian < Lilliput, ονομ. μιας φανταστικής χώρας με μικροσκοπικούς κατοίκους, στο βιβλίο τού J. Swift Τα ταξίδια τού Γκούλιβερ. Η λ., στον τ. Λιλιπούτιοι, μαρτυρείται από το 1894 στο περιοδικό σύγγραμμα Νέον Πνεύμα].
Dictionary of Greek. 2013.